πολυσκόπιο

πολυσκόπιο
το, Ν
φυσ. οπτικό όργανο με πολλές όψεις, κατασκευασμένο από γυαλί, με τη βοήθεια τού οποίου επιτυγχάνονται πολλαπλά είδωλα τού ίδιου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyscope (< πολυ-* + -σκόπιο < -σκόπος < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”